- οκουμέ
- τοβοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Αucumea klaineana, τής οικογένειας βουρσερίδες, και εμπορική ονομασία τού ξύλου του, που έχει πολλές χρήσεις χάρη στην εύκολη κατεργασία του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. okoume, λ. προερχόμενη από ιθαγενή ονομασία τής Αφρικής].
Dictionary of Greek. 2013.